- εκπιπρασκω
- ἐκπιπράσκωἐκ-πιπράσκωраспродавать
(ἅπαντα ἐκπέπραται ταῦτα Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἅπαντα ἐκπέπραται ταῦτα Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκπιπράσκω — ἐκπιπράσκω (Α) πουλώ, εκποιώ … Dictionary of Greek
ἐκπεπρακόσιν — ἐκπεπρᾱκόσιν , ἐκπιπράσκω sell off perf part act masc/neut dat pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπράσων — ἐκπρά̱σων , ἐκπιπράσκω sell off fut part act masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπέπραται — ἐκπέπρᾱται , ἐκπιπράσκω sell off perf ind mp 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)